- απόλλυμι
- ἀπόλλυμι κ. -ύω κ. ἀπόλλω (AM) [όλλυμι]Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω2. εξολοθρεύω, σκοτώνω3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου4. διαφθείρω (γυναίκα)5. χάνωII. (-μαι)1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι2. χάνομαι, εξαφανίζομαι, εκλείπω3. πεθαίνω4. φρ. (το ουδ. μτχ. πρκμ.) «τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον»α) το χαμένο πρόβατο του Ευαγγελίου (Λουκ. 15.5)β) ο άνθρωπος που έχει απομακρυνθεί από τον Θεό.
Dictionary of Greek. 2013.